Όλοι γνωρίζουμε οτι η θέση των κύριων φορέων που εκδίδουν οδηγίες για την υγεία είναι πως το κάπνισμα δεν αποτελεί σημαντική αντένδειξη για το θηλασμό. Αυτό εκφράζεται ως εξής: “Ο θηλασμός παραμένει ως η συνιστώμενη διατροφή για ένα βρέφος, ακόμη και αν η μητέρα καπνίζει”.
Οι μητέρες που θηλάζουν πρέπει να προσπαθήσουν να κόψουν το κάπνισμα, όπως και οι μητέρες που δεν θηλάζουν. Δεν υπάρχει διαφορά σε αυτό.
Σίγουρα, υπάρχει ένα μεγαλύτερο κίνητρο όταν οι μητέρες θηλάζουν, καθώς η νικοτίνη εντοπίζεται στο γάλα, χωρίς όμως να έχει αποδειχθεί η βλαπτική δράση της μέσω αυτής της οδού. Επιπλέον η αποφυγή της έκθεσης στον καπνό είναι προϋπόθεση για ασφαλή ύπνο στο κρεβάτι των γονέων.
Επίσης, το κάπνισμα σχετίζεται με ελάττωση της ποσότητας του γάλακτος στη μητέρα, όπως και με ελάττωση της περιεκτικότητας σε λιπίδια και πρωτεΐνη στο γάλα. Παρατηρείται ένας ελαφρώς χαμηλότερος ρυθμός αύξησης στα βρέφη όταν οι μητέρες τους καπνίζουν.
Το σημαντικότερο όμως πρόβλημα είναι η έκθεση στον καπνό του βρέφους (παθητικό κάπνισμα). Είναι αποδεδειγμένο ότι αυξάνεται η πιθανότητα αιφνιδίου θανάτου των βρεφών, όπως και η πιθανότητα εμφάνισης αλλεργιών, καθώς και λοιμώξεων (η λίστα με τις βλαπτικές συνέπειες είναι πολύ μεγάλη)
Η περίοδος της γαλουχίας λοιπόν, θεωρείται ιδανική (όπως και η εγκυμοσύνη) για προσπάθεια να παρακινήσουμε τις μητέρες να κόψουν το κάπνισμα.
Σίγουρα, μία μητέρα που δεν καταφέρνει να κόψει το κάπνισμα, πρέπει να θηλάσει, καθώς είναι προτιμότερο να περιορίσει τους παράγοντες κινδύνου για την υγεία του βρέφους σε έναν (κάπνισμα) αντί για δύο (κάπνισμα, τεχνητή διατροφή).
Όμως αυτό δεν σημαίνει οτι δεν πρέπει να προσπαθεί να κόψει το κάπνισμα (η ίδια, αλλά και όσοι είναι σε άμεση επαφή με το βρέφος), ειδικά σε αυτή την τόσο σημαντική περίοδο ζωής του παιδιού. Αυτό ισχύει για όλους τους γονείς. Άσχετα από την ηλικία του παιδιού. Άσχετα από το αν θηλάζει ή όχι.